- θυμουμένην
- θῡμουμένην , θυμόωmake angrypres part mp fem acc sg (attic epic ionic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
σκυθρωπός — ή, ό / σκυθρωπός, όν, ΝΑ κατηφής, συνοφρυωμένος, κατσούφης σκουντούφλης («σὲ τὴν σκυθρωπὸν καὶ πόσει θυμουμένην Μήδειαν», Ευρ.) αρχ. 1. αυτός που έχει αυστηρό ύφος μπροστά σε κάποιον άλλο και ιδίως αυτός που έχει προσποιητή σοβαρότητα («ἐπὶ μὲν… … Dictionary of Greek
σπαργώ — (I) σπαργῶ, άω, ΝΑ (για στήθος γυναίκας) είμαι γεμάτος γάλα (α. «στ ωραίο της στήθος, που σπαργά», Βιζυην. β. «ὅσαις νεοτόκοις μαστὸς ἦν σπαργῶν ἔτι», Ευρ.) νεοελλ. είμαι όλο σφρίγος, γεμάτος ζωή αρχ. 1. ιατρ. (σχετικά με σωματικά υγρά) είμαι… … Dictionary of Greek